Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
Α΄ ΦΑΣΗ (1924 - 1944)
Α. “Ἡ ἁπλούστατη παράγκα" καί θεμελίωση τοῦ Ναοῦ
Mἐ νωπές τίς μνῆμες τοῦ ξεριζωμοῦ καί μέ σημαντικά οἰκονομικά προβλήματα, οἱ πρόσφυγες πού ἀγαποῦσαν καί πίστευαν μέ θέρμη ψυχῆς τό Θεό, παράλληλα μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν οἰκογενειῶν τους φρόντισαν καί τήν “ἐνθρόνιση” τοῦ Πρόσφυγα Ἰησοῦ στο δικό Του σπίτι, πού δέ διέφερε καί πολύ ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ· ἐκεῖνο πού Τόν δέχθηκε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του.
Καί ἐπειδή “οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλείμματι”, ἐπιστρατεύθηκε ἕνα ἐγκαταλελημένο διασυμμαχικό παράπηγμα, κατάλοιπο τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξύλινο καί ἄθλιο κατά τίς ὑπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες, διαστάσεων 20 μ. Χ. 12 μ., τό ὁποῖο χρησίμευε τό μισό ὡς Ἐκκλησία καί τό μισό ὡς σχολεῖο.
Σέ ἔγγραφο τοῦ 1931 πού ἀπευθύνεται στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, περιγράφεται ὡς ἑξῆς ἡ πρώτη εἰκόνα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου: «Ὡς γνωστόν ἡ ἐκκλησία μας ἀποτελεῖται ἀπό μίαν ἁπλούστατην παράγκαν ἥτις χρησιμεύει καί ὡς ἐκκλησία καί ὡς
σχολεῖον· τὰ ἐν αὐτῷ σκεύη εἶναι ὅλως πτωχικά, διότι στερούμεθα τῶν ἐσόδων...».
Ἀπό τήν ἐγκατάσταση τῶν πρώτων οἰκιστῶν το 1924 μέχρι καί τό 1928, δέν ὑπάρχουν ἱστορικά στοιχεῖα καί ἔχουμε μία (μικρή χρονολογικά) ἄδηλη περίοδο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῶν Εὐκαρπιωτῶν. Ἡ διάθεσή τους ὅμως νά δημιουργήσουν Ναό ἀνάλογο μέ ἐκεῖνον πού εἶχαν στήν ἀλησμόνητη πατρίδα, φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι τό 1926 ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος θεμελίωσε τό δεύτερο Ναό.
Ἦταν δέ τόση ἡ χαρά τῶν Εὐκαρπιωτῶν γιά τή θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τους, πού δαπανήθηκαν τήν ἐποχή ἐκείνη 30.000 δρχ. για να τελεσθῆ μέ κάθε ἐπισημότητα τό γεγονός.
Αὐτός λοιπόν ὁ Ναός ἔμελλε νά ἐγκαινιασθῆ 28 ὁλόκληρα χρόνια ἀργότερα, στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1952, μετά ἀπό μακρά περίοδο ἐμπόλεμων καταστάσεων, οἰκονομικῶν ἀνακατατάξεων, ἐναλλαγῆς πολλῶν ἱερέων καί ἐκκλησιαστικῶν συμβούλων καί μόνιμης ἔλλειψης χρημάτων.
Παραδόξως ὁ Ναός δέν πῆρε τό ὄνομά του ἀπό τήν Παναγία ἤ τόν Ἅγιο Κωνσταντίνο, πού ἦταν τα τιμώμενα πρόσωπα στίς δύο ἐνορίες τῆς Εὐκαρπίας (κατά τή συνήθη προσφυγική τακτική στήν ἀνέγερση τῶν νέων ναῶν), ἀλλά ἀπό τό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο διασώθηκε ἀπό προφορική παράδοση μέχρι τώρα, εἶναι ὅτι ὁ σημερινός Ναός εἶναι κτισμένος πάνω σε τόπο μαρτυρίου.
Συγκεκριμένα κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας στό χῶρο τοῦ Ναοῦ, ὅπου ὑπῆρχαν τζιτζιφιές, ὁ Τοῦρκος πασᾶς μετέφερε ἀπό γειτονική ἀνδρῶα μονή ὅλους τούς μοναχούς, τούς ὁποίους καί κατέσφαξε. Τό μαρτυρικό αἷμα ἁγίασε τόν τόπο, στόν ὁποῖο ἀπ' ὅτι φαίνεται καί ἐτάφησαν, διότι κατά τήν ἐκσκαφή τῆς θεμελιώσεως εὑρέθησαν τά ὀστά, τά ὁποῖα πιθανῶς εἶναι τῶν μαρτύρων μοναχῶν, ἐφ' ὅσον ἡ περιοχή δέν εἶχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα ὡς κοιμητήριο.
Ἡ ὑπάρχουσα μαρτυρία ἔρχεται νά βεβαιώση καί τήν ἄλλη προφορική παράδοση· ὅτι δηλαδή στόν εὐρύτερο χῶρο ὑπῆρχαν μονές ἤ μονύδρια 7 ἤ κατ' ἄλλους 9 ἀπό τούς βυζα- ντινούς χρόνους μέχρι καί τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ ἐνορία λοιπόν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πού τό 1931 ἀποτελεῖται ἀπό 160 οἰκογένειες, ἀπευθύνεται πρός τή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί λόγω ἐλλείψεως πόρων ζητᾶ οἰκονομική ἐνίσχυση γιά τήν ἀγορά ὑλικῶν, ἐνῶ παράλληλα δηλώνει πώς τήν ἀνέγερση θά ἀναλάβουν οἱ κάτοικοι μέ προσωπική ἐργασία.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τήν περίοδο ἐκείνη ὑποδεχόταν ἕνα τεράστιο κῦμα προσφύγων μέ ἄμεσες ἀνάγκες ἐπιβίωσης καί ὅσες οἰκονομικές δυνάμεις εἶχε τίς διέθετε γιά τήν ἀνακούφιση τῶν προσφύγων, μέ ἀποτέλεσμα να μή μπορεῖ ἐκ τῶν πραγμάτων να συνεισφέρη σε ἀγορές ὑλικῶν, ὄχι μόνον τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀλλά καί ἄλλων “προσφυγικῶν Ναῶν”.
Ὅμως δέν ἔπαψε ποτέ νά ἀγρυπνῆ καί νά συμβάλλη ὅταν καί ὅσο μποροῦσε. Στίς 12- 10-1934 ὁ Μητροπολίτης Γεννάδιος ἐπισκέπτεται τή Νέα Ευκαρπία καί ἐνθαρρύνει τούς κατοίκους στόν ἀγῶνα τους καί ὑπόσχεται οἰκονομική συνδρομή, ὅπως φαίνεται ἀπό κάποιο κοινοτικό ἔγγραφο.
Τήν ἴδια χρονιά ἡ Κοινότητα ζητᾶ ἄδεια ἐράνου γιά τήν ἀνέγερση τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τήν ἑπόμενη χρονιά ζητᾶ ἀπό τή Μητρόπολη τή διαμεσολάβηση καί συμπαράστασή της γιά τήν ἐκταμίευση χρημάτων ἀπό τό ταμεῖο ἀνταλλαξίμων καί κοινοφελῶν περιουσιῶν ὑπέρ τῆς ἀνεγέρσεως.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ἐξ᾽ ἀρχῆς ὅτι, πλήν σπανίων περιπτώσεων πού δέν εἶναι καί ἀξιομνημόνευτες, ή Κοινότητα φρόντισε μέ κάθε δυνατό τρόπο τή στήριξη τῆς προσπάθειας, πρᾶγμα πού φαίνεται κατ' ἐπανάληψιν μέσα στή μακρά ἱστορική διαδρομή τῆς ἀνεγέρσεως.
Τήν περίοδο ἐκείνη τό ἐκκλησιαστικό ταμεῖο εἶχε ὑποχρέωση νά φροντίζη τήν ἀξιοπρεπή συντήρηση τοῦ ἱερέως (πού δέν ἐμισθοδοτεῖτο ἀπό τό δημόσιο ταμείο), τή μισθοδοσία τῶν ἱεροψαλτῶν, τῆς νεωκόρου, τήν ἀνταπόκριση στά νόμιμα δικαιώματα τῆς Μητροπόλεως καί ἀργότερα καί τῆς ἐφορίας. Καί ἐκτός ἀπό αὐτά θά ἔπρεπε νά φροντίση νά συγκεντρώση χρήματα γιά τήν ἀνέγερση τοῦ νέου Ἱεροῦ Ναοῦ.
Β. Τὰ πρῶτα ἔσοδα καί... ὁ ταῦρος
Τὰ οἰκονομικά τοῦ Ναοῦ ἐπί σειρά πολλῶν ἐτῶν ἦσαν μηδαμινά. Μικρό τό χωριό, λίγοι κάτοικοι, ὄχι εὔποροι, πρόσφυγες, μέ ἐπιτακτικές τίς ἀνάγκες τῆς συντήρησης τῶν οἰκογενειῶν τους, ἐργάτες οἱ περισσότεροι, δέν εἶχαν ἐκ τῶν πραγμάτων τή δυνατότητα τῆς οἰκονομικῆς στήριξης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου. Δέν ἦταν ὅτι τούς ἔλειπε ή διάθεση ἤ πώς δέν ἀγωνίζονταν γιά να φτιάξουν τήν ἐκκλησία τους. Ήταν δύσκολοι καιροί καί μεγάλη ἡ φτώχεια. Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι σπουδαῖο, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τρόπων μέσα ἀπό τή δυστυχία νὰ βρεθοῦν τὰ στοιχειωδῶς ἀπαραίτητα γιά τή συντήρηση τοῦ ἱερέως, τή μισθοδοσία τῶν ἱεροψαλτῶν καί τοῦ νεωκόρου.
Σ' ἕνα πλῆθος ἐγγράφων μέχρι καί τά τελευταία χρόνια φαίνεται ή δυσχέρεια τῆς καταβολῆς τῶν νομίμων δικαιωμάτων πρός τή Μητρόπολη καί τήν ἐφορία, ἡ ἀδυναμία σύνταξης προϋπολογισμῶν καί ἀπολογισμῶν, οἱ καθυστερήσεις καταβολῆς τῶν ὑποχρεώσεων, ἐμφανῆ δείγματα τῆς δυσπραγίας, πού συνακόλουθα ἔφερνε παρατηρήσεις καί ὑπομνήσεις ἐκ μέρους τῆς προϊστάμενης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, πού ἀντιλαμβανόμενη κι' αὐτή μέ τή σειρά της τήν ὅλη κατάσταση τήν ἀντιμετώπιζε μέ κατανόηση καί ὑπομονή....
Μέσα σ' ὅλη αὐτή τή δυσκολία ἡ εὐφυΐα καί ἡ φιλοτιμία εὕρισκαν πάντα τούς τρόπους γιά τήν ἐξεύρεση ἔστω καί τῶν ἐντελῶς ἀπαραίτητων πόρων γιά τή συντήρηση τῆς Ἐκκλησίας.
Τό κοινοτικό συμβούλιο Νέας Εὐκαρπίας στή συνεδρίαση του στίς 15-5-36 ἀποφάσιζε: «᾿Αποδέχεται τήν ὑποβληθεῖσαν αἴτησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπιτροπῆς ῾Αγίου Γεωργίου Νέας Εὐκαρπίας καί παραχωρεῖ διά τήν θερινήν περίοδον ...... τό εἰς αὐτήν, τό δικαίωμα τῆς θερινῆς ἐκμισθώσεως τῶν βοσκησίμων κοινοτικῶν ρευμάτων, πρός άποφυγήν προστριβῶν καί δικαστικῶν ἀγώνων, διά τούς ἐν τῷ σκεπτικῷ τῆς παρούσης ἀναφερόμενους λόγους, ἀλλά καί πρός μερικήν οἰκονομικήν ἐνίσχυσή της».
Σέ ἐπεξηγηματική ἀναφορά πού ἀποστέλλει τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο πρός τό Μητροπολίτη διευκρυνίζει ὅτι ἀπό τίς μισθώσεις αὐτῶν τῶν βοσκοτόπων ἡ Ἐκκλησία καταθέτει στο ταμεῖο της τό ἥμισυ τῶν ἐσόδων, πού τήν ἐποχή ἐκείνη (1936) ἀνήρχοντο σε 7.500 δρχ. Τό ὑπόλοιπο μισό κατετήθετο στό κοινοτικό ταμείο.
Ἀπό τήν ἴδια ἀναφορά πληροφορούμαστε καί γιά ἕνα ἐπιπρόσθετο ἔσοδο.
Μεταξύ τῶν κοινοτικῶν ἀγρῶν ὑπῆρχαν δύο ρεύματα (χείμαρροι) τά ὁποῖα ἐνοικιάζοντο ὡς βοσκότοποι γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου. Ἀπό τήν πλευρά της ή Μητρόπολη δέν ἔπαψε νά ἐνδιαφέρεται καί νά συμπαρίσταται στο μέτρο τῶν δυνατοτήτων της. Ἔτσι μέ παρέμβασή της στίς ἁρμόδιες αρχές κατορθώνει τήν ἐκταμίευση 10.000 δρχ. ἀπό τό ταμεῖο ἀνταλλαξίμων καί κοινωφελῶν περιουσιῶν ὑπέρ τοῦ Ἱ. Ναοῦ, χρήματα πού παραλαμβάνονται μετά τήν παρέλευση δύο περίπου ἐτῶν. Τό ἐνδιαφέρον της ὅμως, δέν φαίνεται μόνο ὡς πρός τίς δημόσιες ἀρχές, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί σέ ἐνδοκοινοτικές διαφορές. Χαρακτηριστική ή περίπτωση ἐνορίτη Εὐκαρπιώτη, ὁ ὁποῖος τό 1935 χάρισε ἕναν ταῦρο στήν Ἐκκλησία, πού σε πλειοδοτικό διαγωνισμό ἐκποιήθηκε ἀντί 10.000 δρχ. Ὁ ἀγοραστής ὅμως καθυστέρησε ἐπί ἕναν χρόνο τήν ἐξώφληση καί τότε τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο ἀπευθύνθηκε ... στή Μητρόπολη. Ἐκείνη μέ παραινετική ἐπιστολή της φιλοτίμησε τόν ἀγοραστή γιά τήν ἐξώφληση τό 1937.
Γ. "Οἱ καλαμιές" καί ἡ ἀναγκαστική εἰσφορά
Μετά ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Κοινότητας καί τῶν κατοίκων γιά τήν ἐκχώρηση τῶν βοσκοτόπων τῶν καλαμιῶν καί τῶν χειμάρρων κατά τή θερινή περίοδο δημιουργήθηκε
μία ἰδιαίτερη καί ἰδιότυπη ἐρανική ἐπιτροπή πού ὀνομαζόταν “ἐπιτροπή καλαμιῶν” καί εἶχε σάν σκοπό τή διενέργεια πλειοδοτικῶν διαγωνισμῶν καί τήν κατάθεση τοῦ ποσοῦ τῆς δημοπρασίας ἐκ τῆς ἐνοικιάσεως τῶν βοσκοτόπων στο ταμεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ἐπιτροπή ἐξακολούθησε να ὑπάρχη μέχρι καί τό 1950 περίπου, ὁπότε καί γιά πρώτη φορά παρεξέκλινε τοῦ σκοποῦ της, ἐκχωρώντας τό δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνέγερση τοῦ σχολείου τῆς ἐνορίας. Σ' ὅλη αὐτή τήν περίοδο ἐξακολουθητικά ἐνίσχυε τή συντήρηση τῆς λειτουργίας τοῦ ἐνοριακοῦ ἔργου.
Ἡ προσφορά της ἐκτιμᾶται ὡς σημαντική, παρά τό γεγονός ὅτι τά ποσά πού προσέφερε δέν ἦταν ἰδιαίτερα σπουδαῖα· ἦσαν ὅμως σταθερά.
Γιά νά γίνη ἀντιληπτή ἡ οἰκονομική κατάσταση ἀναφέρουμε μόνον ὅτι τό 1938 τά ἔσοδα τοῦ Ναοῦ μηνιαίως ἀνήρχοντο σε 500 δρχ., ἐνῶ τά ἔξοδα σε 2.000 δρχ. καί αὐτά μέ αἱματηρές οἰκονομίες.
Ἡ οἰκτρή οἰκονομική κατάσταση φαίνεται καί ἀπό ἔγγραφο τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου μέ ἡμερομηνία 9-10-38, ὅπου ἀπαντητικά ἀναφέρεται πρός τή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης δηλώνοντας τήν πλήρη ἀδυναμία ἀνταποκρίσεως στίς πάγιες ὑποχρεώσεις.
Παρ' ὅλα αὐτά ἡ ἀγάπη τῶν ἐνοριτῶν καί τό ἐνδιαφέρον τους δέν ἔπαψε νὰ ὑπάρχη. Μία σημαντική στιγμή πού “γράφει ἱστορία” εἶναι ἡ πάνδημη συνέλευση τῶν ἐνοριτῶν πού ἔγινε στις 24-7-38.
Κατ' αὐτήν, μέ ἐπίσημη συμβολαιογραφική πράξη τήν ὁποία ὑπογράφουν 99 Ἕλληνες ἐνήλικοι κάτοικοι τῆς Νέας Εὐκαρπίας, καθιστοῦν καί διορίζουν πληρεξούσιους τους τούς Αθανάσιο Τσουρέκα, Παναγιώτη Νιγδέλη, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Ἰωάννη Παπαδόπουλο καί Ἰωάννη Ασλάνη, στούς ὁποίους δίδουν τήν εἰδική ἐντολή καί πληρεξουσιότητα γιά νά ἐκμισθώνουν τούς κλήρους, τίς ἀγροαναπαύσεις, τίς βοσκές καί τίς καλαμιές γιά ἀπεριόριστο χρόνο, μέ σκοπό τήν ἀνέγερση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Κοινότητας τῆς Νέας Εὐκαρπίας.
Καί μόνη αὐτή ἡ ἐπίσημη πράξη ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη καί περίτρανη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τῶν Εὐκαρπιωτῶν γιά τήν Ἐκκλησία τους. Γιατί μ' αὐτήν στήν πραγματικότητα ἀποφάσιζαν να στερηθοῦν καί τό ἔστω ἐλάχιστο ἀναλογοῦν σ' αὐτούς ἔσοδο γιά τήν Ἐκκλησία τους καί μάλιστα σε καιρούς δύσκολους καί ἐξαιρετικά φτωχικούς.
Χάριν τῆς ἱστορίας καί εἰς μνημόσυνον ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἦσαν οἱ πρῶτοι δωρητές, ἀναφέρουμε τά ὀνόματά τους, ὅπως εἶναι καταγραμμένα στό εἰδικό πληρεξούσιο ἔγγραφο μέ ἡμερομηνία 24 - 7 - 1938: Παντελῆς Παπαδόπουλος, Μηνᾶς Δημ. Δομπέογλου, Παχώμιος Αντζέμογλου, Σταῦρος Μιχαηλίδης, Εὐστράτιος Αντζέμογλου, Σάββας Παπαδόπουλος, Μιχαήλ Τουμπόγλου, Γεώργιος Μαγκίρογλου, Ἰωάννης Σπάρταλης, Ἰωάννης Κουκοβίδης, Δημήτριος Χαδλῆς Εὐστρατιάδης, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Δημήτριος Μαγκίρογλου, Χαράλαμπος Λαζαριάδης, Βασίλειος Τσινός, Λουκᾶς Λουκίδης, Ἰωάννης Μιχαηλίδης, Εὐστράτιος Τενεκετζῆς, Σταύρος Μεϊμαρίδης, Μηνᾶς Παυλίδης, Δημήτριος Αγιανίδης, Χαράλαμπος Πιπέρογλου, Ἀβραάμ Μεϊμάρογλου, Μανώλης Μαγκίρογλου, Δημήτριος Ἰορδάνογλου, Ἠλίας Μαγκίρογλου, Γρηγόριος Σπάρταλης, Αθανάσιος Κιουρτζῆς, Ἠλίας Πετρίδης, Θεόδωρος Μηνάογλου, Λάζαρος Αναστασιάδης, Ἄγγελος Τσινός, Κοσμᾶς Δημητριάδης, Γεώργιος Ασλάνης, Δημήτριος Καλαϊτζῆς, Στέφανος Μηνάογλου, Χρῆστος Μαδενλῆς, Ἀπόστολος Γνωστόπουλος, Κωνσταντίνος Κανελλίδης, Χαράλαμπος Πανταζόγλου, Μιχαήλ Μεϊμαρίδης, Θεοχάρης Άμπατζῆς, Λεωνίδας Καλπάκος, Νικόλαος Ηλιάδης, Κυριάκος Ἐλέζογλου, Μουράτ Κλείς, Σταυρούλα Νιγδέλη,'Ομηρος Φωτειάδης, Σταῦρος Κελεσίδης, Αναστάσιος Κιουρτσῆς, Κυριακή Καρασαχινίδου, Ἐμμανουήλ Σαββόπουλος, Ἰορδάνης Αργυρόπουλος, Κυριακούλα Τσολοζίδου, Δέσποινα Παπαδοπούλου, Ζαχαρίας Ζαχαριάδης, Ελευθέριος Τσινός, Εὐάγγελος Καραδεβέογλου, Χρῆστος Κακάρογλου, Ἀντώνιος Στεφάνογλου, Σωκράτης Χαδλής Γιαντζίδης, Θεόφιλος Ροδίτης, Μιχαήλ Σμυρνίδης, Βασίλειος Σαββόπουλος, Σταῦρος Πανταζόπουλος καί οἱ μάρτυρες Στέργιος Ν. Πασάτας καί Ἠλίας Σπυρίδωνος Αμπατζῆς.
Σκέψεις γιά ἐπιδιόρθωση τοῦ παραπήγματος δέν γινόταν· ἡ δέ ἀνέγερση τοῦ νέου Ναοῦ - παρά τούς εὐσεβεῖς πόθους - ἔμοιαζε μακρινό ὄνειρο. Τά ἔξοδα αὔξαναν μέ ἀριθμητική πρόοδο, ἐνῶ τὰ ὅποια ἔσοδα κυριολεκτικά κυνηγοῦσαν νά πλησιάσουν τήν πραγματικότητα.
Σέ ἀναφορά πρός τή Μητρόπολη ὁ πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, σε ἔγγραφο τῆς 28 - 8 - 1938, γράφει χαρακτηριστικά: «... ὅθεν παρακαλοῦμεν θερμῶς τό Μητροπολιτικόν Συμβούλιον ὅπως φανῆ ἐπιεικές καί ἐνθαρρύνει εἰς τήν εὐγενῆ ἅμιλλαν τῶν κατοίκων διά τήν ἀνέγερσιν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, καθ' ὅτι γενόμεθα συνεχῶς περίγελοι καί σκώματα ἀκούονται πανταχόθεν διά τήν οὕτω στέγασιν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ναοῦ...».
Το Δεκέμβριο τῆς ἴδιας χρονιᾶς πληροφορούμαστε ἀπό ἀλληλογραφία μέ τήν Ἱερά Μητρόπολη καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι ὁ Ναός δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως κτηματική περιουσία.
Τήν περίοδο αὐτήν ἴσχυε ὁ Νόμος 1369/38 περί ἀναγκαστικῆς εἰσφορᾶς. Σύμφωνα μ' αὐτόν, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε συγκατάθεσις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς καί τῶν ἁρμοδίων δημοσίων ὑπηρεσιῶν, τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο κάθε ἐνορίας εἶχε τό δικαίωμα να καταρτίση κατάλογο ἐνοριτῶν κατά οἰκογένειες στίς ὁποῖες, ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομική τους δυνατότητα, νά ἐπιβάλλει ἀναγκαστική ἐτήσια εἰσφορά. Σ' αὐτήν ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ ἐνορίτης να καταβάλη στο Δημόσιο Ταμεῖο τό ἀναλογοῦν ποσόν ἀπό τό ὁποῖο στή συνέχεια τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο, μέ τή νόμιμη διαδικασία, παρελάμβανε τά σχετικά ποσά.
Ἔτσι σε πρακτικό συνεδριάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς 17 - 7 - 1938 ἀναφέρεται: «... Ὁ Ἱερός ἡμῶν Ναός λόγῳ τῆς μηδαμινότητας τῶν ἐσόδων του καί μή δυνάμενος ὅπως ἀνταποκριθῆ εἰς τάς πολλαπλάς ἀνάγκας τούτου ἀπεφάσισε τήν κατά νόμον ἐπιβολήν ἀναγκαστικῆς εἰσφορᾶς κατά οἰκογενείας εἰς τούς ἐνορίτας.... Κατά ταῦτα ἀπεφασίσαμεν ὁμοφώνως ὅπως ἐπιβάλλομεν τοῖς εὐσεβεῖς ἐνορίταις εἰσφοράν ἐξ' ἑκατόν (100) δρχ. τούς εἰς τήν Γ΄ κατηγορίαν ὁριζομένους, ἑκατόν εἴκοσι πέντε (125) δρχ. καί ἑκατόν πεντήκοντα (150) δρχ. τούς εἰς τήν Β΄ καί Α΄ κατηγορίας ὁριζομένους....».
Μετά από μακρά διαδικασία καταρτίσεως τῶν ἐνοριακῶν καταλόγων, ἐγκρίσεως ἀπό τή Μητρόπολη, ἀποστολῆς στίς δημόσιες ὑπηρεσίες καί τέλος στό δημόσιο ταμείο πληροφορούμαστε ὅτι κατά τήν κρίση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου στή Νέα Ευκαρπία τοῦ 1938, ὑπῆρχαν 181 οἰκογένειες· 35 ἦσαν οἱ σχετικά εὔπορες, 49 στή μεσαία τάξη καί 92 πτωχές. Ἀπό τόν κατάλογο αὐτό ἐξαιρέθηκαν στη συνέχεια ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν τή δυνατότητα ἀνταποκρίσεως, ἐνῶ δέν ἔλλειψαν καί δύο θλιβερές περιπτώσεις ἐκ τῶν “ἐχόντων καί κατεχόντων” πού ζήτησαν μέ διάφορα προσχήματα τήν ἐξαίρεσή τους.
Τά ἔσοδα ἀπό τήν προσπάθεια αὐτή κάλυψαν τό μεγάλο παθητικό τοῦ προϋπολογισμοῦ καί ἀνακούφισαν προσωρινά τήν κατάσταση. Αλλά λόγος κανείς γιά ἀποταμίευση κάποιου ποσοῦ γιά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ. Φαίνεται ὅμως πώς στήν ἀναγκαστική αὐτή εἰσφορά δέν ὑπῆρξαν πολύ ἔντονες ἀντιδράσεις, πρᾶγμα πού δηλώνει για μία ἀκόμα φορά τήν ἀντίληψη τῶν ἐνοριτῶν γιά τήν τραγικότητα τῆς κατάστασης, ἐνῶ ἡ σχετικά πρόθυμη ἀνταπόκριση ἔδωσε στό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τήν εὐχέρεια τῆς ἐπανάληψης τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου μέ νέα ἀπόφασή του τῆς 6 - 10 - 1940, ἀλλ' αὐτήν τήν φορά μέ μειωμένες τίς εἰσφορές κατά κατηγορίες σέ 100, 75 καί 50.
Ἦταν παραμονές τῆς 28 Ὀκτωβρίου 1940 καί τά σύννεφα τοῦ πολέμου πύκνωναν πάνω ἀπό τήν πατρίδα μας. Στίς δύσκολες μέρες πού θά ἀκολουθοῦσαν ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε να συνεχίση να βρίσκεται ζωντανή στο πλευρό τῶν παιδιῶν Της πού τώρα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, εἶχαν τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς Της.
Δ. Κι' ὕστερα ἦλθε ὁ πόλεμος
Ἡ ἔναρξη τοῦ πολέμου βρῆκε τήν ἐνορία χωρίς ἐκκλησιαστικούς συμβούλους καί μέ κενό τό ἀναλόγιο. Ἡ ἐπιστράτευση δημιούργησε τά πρῶτα προβλήματα, πού δυστυχῶς δέν θά ἦταν καί τά μόνα γιά τήν ὑπόλοιπη περίοδο. Ἡ Μητρόπολη ἔδωσε ἐντολή γιά ἄμεση ἀντικατάσταση τῶν ἐπιστρατευθέντων, ἐνῶ ἄρχιζε ἐντονότερα τό λειτουργικό καί προσευχητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παρακλήσεις ἀκατάπαυστες γιά ὅλα τά στρατευμένα παιδιά τῆς Νέας Εὐκαρπίας, πού πρίν κλείση μία εἰκοσαετία ἀπό τή δίωξη καί τόν ἐκπατρισμό τους ἀπό τίς προγονικές ἐστίες, ἔπρεπε καί πάλι πιστοί στούς ὅρκους, τήν περηφάνεια καί τήν ἐθνική τους ἀξιοπρέπεια να πολεμήσουν γιά τό ὑπέρτατο ἀγαθό· τήν ἐλευθερία.
Ἀπό τή Νέα Εὐκαρπία ἐπιστρατεύτηκαν 72 στρατιῶτες: 68 στό ἀλβανικό μέτωπο καί 4 στή γραμμή Μεταξά. Από αὐτούς δύο, ὁ Λουκᾶς Τενεκετζῆς καί ὁ Χρῆστος Χατζηαθανασίου, ἔμειναν γιά πάντα στήν πρώτη γραμμή. Αὐτή ἦταν ἡ ἀνθρώπινη προσφορά τῶν Εὐκαρπιωτῶν στόν ἀγῶνα τοῦ '40.
Τό Μάϊο τοῦ '41 εἶχαν γυρίσει ὅλοι στα σπίτια τους. Μαζί τους κατέφθασαν καί οἱ κατακτητές Γερμανοί. Ἄρχιζε ἕνας βαρύς χειμῶνας πού θά κρατοῦσε 4 χρόνια, μέχρι πού ἡ ἄνοιξη τῆς λευτεριᾶς θά γλυκοχάραζε καί γιά τή μικρή αὐτή Κοινότητα τῆς Θεσσαλονίκης.
Στό διάστημα αὐτό, τό ἀγωνιστικό φρόνημα τῶν κατοίκων δέν κάμφθηκε καί κάθε φορά πού μποροῦσαν, πρόθυμα βοηθοῦσαν τούς δραπέτες στρατιῶτες τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων ἀπό τό γειτονικό στρατόπεδο τοῦ Παύλου Μελά, πού λειτουργοῦσε σάν στρατιωτική φυλακή τήν περίοδο ἐκείνη.
Σε μία περίπτωση, ὀργανωμένα, κατόρθωσαν να διασώσουν 130 στρατιῶτες (30 Ἄγγλους, 40 Ρώσους καί 60 Σέρβους) καί νά τούς φυγαδεύσουν καταλλήλως. Στίς 31 Ἰουλίου τοῦ 1944 οἱ Γερμανοί προέβησαν σε ἀντίποινα. Χαράματα περικύκλωσαν τό χωριό καί κάλεσαν στήν κεντρική πλατεία μέ κατάλογο 17 Εὐκαρπιῶτες. Ἀπ᾿ αὐτούς βρῆκαν τούς 14. Τούς συγκέντρωσαν στα θεμέλια τῆς ὑπό ἀνέγερσιν ἐκκλησίας. Στήν συνέχεια τούς ζητήθηκε να μαρτυρήσουν τούς συνεργάτες τους. Ἐκεῖνοι μετέτρεψαν τήν ἡρωϊκή σιωπή τους σε φρικτά μαρτύρια. Ὅταν οἱ βασανιστές τους διεπίστωσαν ὅτι μάταια προσπαθοῦσαν, τούς μετέφεραν στην θέση πού σήμερα εἶναι γνωστή ὡς «14». Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀσβεστόλακκος ὅπου καί ἐκτελέσθηκαν σε τρεῖς ὁμάδες διαδοχικά. Οἱ σωροί τους ρίχθηκαν μέσα σ' ἐκεῖνον τόν λευκό τάφο πού ἔγινε ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή τόπος μαρτυρίου καί μνημοσύνης.
Τά ὀνόματα τῶν ἐκτελεσθέντων ἀπό τούς Γερμανούς εἶναι: α) Αγάπογλου Σταῦρος ἐτῶν 31, β) Ατζέμογλου Κωνσταντίνος ἐτῶν 32, γ) Γελεφέσης Νικόλαος ἐτῶν 35, δ) Γνωστόπουλος Απόστολος ἐτῶν 57, ε) Καχριμάνης Κωνσταντίνος ἐτῶν 23, στ) Μίλκογλου Κωνσταντίνος ἐτῶν 36, ζ) Μίλκογλου Παῦλος ἐτῶν 31, η) Παπαδόπουλος Χαράλαμπος ἐτῶν 26, θ) Παρμακλῆς Ἀθανάσιος ἐτῶν 29, 1) Τενεκετζῆς Εὐστράτιος ἐτῶν 47, κ) Τσινός Παντελῆς ἐτῶν 28, λ) Τσίκος Κωνσταντίνος ἐτῶν 23, μ) Τσίκος Σωκράτης 49, ν) Χ" Γιαχτίδης Γεώργιος ἐτῶν 22.
Τό γεγονός βύθισε στο πένθος, ὄχι μόνο τίς οἰκογένειες τῶν ἀγωνιστῶν, ἀλλά καί ὁλόκληρη τή μικρή Κοινότητα τῆς Νέας Εὐκαρπίας, κατατάσσοντας τούς ἐκτελεσθέντες ἀνάμεσα σε ἐκείνους πού τούς παρέλαβε ἡ δόξα καί ἡ ἱστορία γιά πάντα. Προσφορά αἵματος καί ζωῆς γιά τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς.
Τήν περίοδο αὐτή τοῦ πολέμου δέν γίνεται κἂν ἡ σκέψη γιά ἀνέγερση Ναοῦ. Οἱ τακτικές ἐναλλαγές ἱερέων, ἐκκλησιαστικῶν συμβούλων, οἱ παρεμβάσεις πού για πρώτη φορά παρατηροῦνται στά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἀπό τή Γενική Διοίκηση Μακεδονίας σκιαγραφοῦν μιά περίοδο έξαιρετικά πολύπλοκη καί δύσκολη.
Παράλληλα ἡ ἀξία τῶν χρημάτων ἔπεφτε· μέρα μέ τή μέρα οἱ ἄνθρωποι γίνονταν ἑκαταμμυριούχοι καί φτωχοί. Σ' ὅλη αὐτήν τήν περίοδο ἡ ἀλληλογραφία μεταξύ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου καί Μητροπόλεως περιελάμβανε αἰτήσεις καί ἀπαντήσεις γιά νόμιμες προσαυξήσεις, γιά καθυστερήσεις καταβολῆς μισθῶν, γιὰ ἔκτακτα ἐπιδόματα ἀκρίβειας βίου, μέχρι πού στα τέλη τοῦ 1944 ὁ μισθός τοῦ ἱερέως δέν κατεβάλλετο σε χρήματα (πού εἶχαν χάσει κάθε ἀξία) ἀλλά σε ὀκάδες σίτου καί σέ ἐνοίκιο ἐφημεριακοῦ οἴκου (καί αὐτό σε ὀκάδες σίτου).
Σε ἔγγραφο τῆς 5-10-43 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου ἀναφέρεται ἀδυναμία οἰκονομικῆς προσαρμογῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου σε διατάξεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης περί καθορισμοῦ μισθοδοσίας προσωπικοῦ. Ἐδῶ γίνεται γιά πρώτη φορά ἀναφορά σε μερική κάλυψη μέ συσσίτιο.
Κατά τήν χρονική αὐτή περίοδο ὁ ἀριθμός τῶν Εὐκαρπιωτῶν ἀποδεκατίσθηκε ἐξ αἰτίας τῆς πείνας καί τῶν ἀσθενειῶν.
Παράλληλα συνεχιζόταν οἱ ἐτήσιες εἰσφορές σύμφωνα μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο, ἀλλά δέν ὑπῆρξε δυνατότητα ἀνταποκρίσεως.
Ὁ πόλεμος τέλειωσε. Οἱ κατακτητές ἔφυγαν καί ἡ Νέα Εὐκαρπία, ὅπως καί ὅλη ή Ἑλλάδα, πανηγύρισε τή λευτεριά καί τή νίκη. Όμως ἡ χαρά δέν κράτησε γιά πολύ. Αὐτήν τή φορά ὁ ἐθνικός διχασμός καί ὁ ἐμφύλιος
θά ταλαιπωροῦσαν γιά μία ἀκόμη φορά τήν συμπαθητική Κοινότητα .... καί τήν ἐνορία.
θά ταλαιπωροῦσαν γιά μία ἀκόμη φορά τήν συμπαθητική Κοινότητα .... καί τήν ἐνορία.
Συνεχίζεται...